- οιοσδήποτε
- αίαδήποτε, οίονδήποτε αντων. любой, каждый, всякий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οἱοσδήποτε — such as indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιοσδήποτε — οιαδήποτε, οιονδήποτε (ΑΜ οἱοσδήποτε, οἱαδήποτε, οἱονδήποτε) (αντων.) οποιοσδήποτε, όποιος και αν είναι («οιοσδήοτε βεβιασμένος χειρισμός συνεπάγεται επιδείνωση τής κατάστασης»). επίρρ... οἱωσδήποτε (ΑΜ) με οποιονδήποτε τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἷος… … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
οιοσδήτις — οἱοσδήτις, οἱαδήτις, οἱονδήτις (ΑΜ) (αντων.) οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἵος (II) + δη + τις] … Dictionary of Greek
οιοσδηποτούν — οἱοσδηποτοῡν, οἱαδηποτοῡν, οἱονδηποτοῡν (ΑΜ) (αντων.) οποιοσδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἱοσδήποτε + οὖν (πρβλ. οιοσ ούν)] … Dictionary of Greek
οιοσποτούν — οἱοσποτοῡν, οἱαποτοῡν, οἱονποτοῡν (Α) (αντων.) οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἷος (II) + εγκλιτ. μόριο ποτέ + οὖν] … Dictionary of Greek
οτιδήποτε — (ΑΜ ὁτιδήποτε) (αόρ. αντων.) βλ. οιοσδήποτε … Dictionary of Greek